- βοθρίων
- βοθρέωdig a trenchpres part act masc nom sg (doric)βοθρίονsmall trenchneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχεΐδα — η, Ν 1. βοτ. κύτταρο, σχετικά πρωτόγονο στοιχείο τού αγωγού συστήματος και συγκεκριμένα τού ξυλώματος πολλών φυτών, το οποίο εξυπηρετεί την αγωγή νερού και διαλυμένων αλάτων και τη στήριξη τού φυτού 2. φρ. α) «δακτυλιόγλυπτη τραχεΐδα» τραχεΐδα… … Dictionary of Greek
καπρινίδες — (caprinidae). Οικογένεια ετερόδοντων ελασματοβραγχίων που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν χοντρό, δίθυρο κέλυφος, του οποίου οι κόγχες ήταν άνισες. H δεξιά θύρα τους ήταν σταθερή, κωνική ή σπειροειδής, και μεταξύ δύο βοθρίων είχε ένα ισχυρό… … Dictionary of Greek